στωικούς

στωικούς
στωικός
of a colonnade
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • Moralia — Plutarch Lucius Mestrius Plutarchus Μέστριος Πλούταρχος Bust of Plutarch located at the Archaeological Museum of Delphi. Born Circa 46 CE Chaeronea, Boeotia D …   Wikipedia

  • Œuvres morales — Les Œuvres morales ou Moralia (en grec ancien Ἠθικὰ / Ethikà, en latin Moralia) sont un ensemble éclectique de textes grecs de Plutarque (Ier IIe siècle). Ils traitent de différents sujets qui peuvent être d’ordre religieux ou éthique,… …   Wikipédia en Français

  • Moralia (Obras morales y de costumbres) — Diálogo Sobre la música de Plutarco, 1735. Moralia (en griego antiguo Ἠθικά Ethikà) son los restos supervivientes de la obra de Plutarco recopilados bajo dicho título latino (también traducidos como Obras morales y de costumbres). Dicho… …   Wikipedia Español

  • Моралии (Плутарх) — Моралии (Ἠθικά или «Moralia») общее название, под которым известны философско публицистические сочинения древнегреческого писателя Плутарха. Вопрос подлинности тех или иных сочинений долго обсуждался в науке, но ещё не получил окончательного… …   Википедия

  • STOICI — Philosophorum secta, cuius auctor est Zeno Cittieus, Strabo l. 14. Κίττιον ἔχει λιμένα κλειςτόν. εντἐυθέν ἐςτι Ζην´ων ὁ τῆς Στωϊκῆς αἰρέσεως ἀρχηγέτης. Stoicis autem nomen a porticu, ubi docuit Zeno. Quasi dicas, porticenses, ve. porticuarios.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Στόαξ — και Στώαξ, ακος, ὁ, Α ένας από τους Στωικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοά + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • αδιάφορος — η, ο (Α ἀδιάφορος, ον) [διαφέρω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται για κάποιον ή κάτι, αμελής, ψυχρός 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, ασήμαντος, αμελητέος 3. επίρρ. αδιαφόρως ανεξαιρέτως, αδιακρίτως αρχ. 1. αυτός που δεν διαφέρει από άλλον …   Dictionary of Greek

  • αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”